- Αιθίοψ
- (-οπός) ο , Αιθίοπίς (-ίδος) η см. Αιθίοπας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αἰθίοψ — Burnt face masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηφαίστου, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αιθίοπες και η Αιθιοπία. Πιστεύεται πως η σχέση με τον σιδηρουργό Ήφαιστο οφείλεται στο μαύρο χρώμα των Αιθιόπων. * * * Αἰθίοψ ( οπος), ο (Α) βλ. Αιθίοπας. Στη Μυκηναϊκή… … Dictionary of Greek
αιθίοψ ο σεμνοπίθηκος — Επιστημονική ονομασία γένους πιθήκων. Βλ. λ. σεμνοπίθηκοι … Dictionary of Greek
Αἰθιοπῆας — Αἰθίοψ Burnt face masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπῆες — Αἰθίοψ Burnt face masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπήων — Αἰθίοψ Burnt face masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδα — Αἰθίοψ Burnt face fem acc sg Αἰθιοπίς Burnt face fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδι — Αἰθίοψ Burnt face fem dat sg Αἰθιοπίς Burnt face fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίδος — Αἰθίοψ Burnt face fem gen sg Αἰθιοπίς Burnt face fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίς — Αἰθίοψ Burnt face fem nom sg Αἰθιοπίς Burnt face fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπεσσι — Αἰθίοψ Burnt face masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)